φυλακῆς

φυλακῆς
φυλακεύς
watching
masc nom pl
φυλακεύς
watching
masc nom/voc pl
φυλακή
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φυλάκης — Φυλάκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

  • Psalm 130 — (Vulgata: 129) wird oft nach seinem Anfang „Aus der Tiefe rufe ich, Herr, zu Dir“ in der lateinischen Form De profundis benannt. Er wird auch Der sechste Bußpsalm genannt, gehört zu den traditionellen Totengebeten der katholischen Kirche und wird …   Deutsch Wikipedia

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • κλέφτικα τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά τον 16o αι., όταν εκδηλώθηκε έντονα η επαναστατική δράση των κλεφταρματολών κατά των Τούρκων κατακτητών. Τα συνέθεταν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές και τα τραγουδούσαν στις πόλεις και… …   Dictionary of Greek

  • блюдениѥ — БЛЮДЕНИ|Ѥ (15), ˫А с. 1.Надзор за чем л.: о всѣхъ дѣѥмы||ихъ творити блюдениѥ. (τὴν... διάσκεῳιν) КЕ XII, 30а б; тѣмь же и блюдени˫а мѣстьнаго имѩ потрѣбисѩ. КР 1284, 104в; еп(с)па или боле. на блюдениѥ мѣста поставлѩти повелени соуть. Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г.  …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”